- μύλους
- μύλοςmillmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
MOLA Asinaria — Μυλὸς ὀνικὸς memoratur Matth. c. 18. v. 6. et Lucae c. 17. v. 2. ubi de eius in καταποντισμῷ Iudaeorum usu; sicque διακρίτικῶς dicitur, ad discrimen molae trusatilis, de qua utraque Cato R. R. c. 10. Ex his trusatiles minores erant, ut quae manu… … Hofmann J. Lexicon universale
εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… … Dictionary of Greek
καλόγερας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Αγρίνιο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες και τραυματίστηκε στη Ναύπακτο και στην Καλιακούδα. Διακρίθηκε στη μάχη του Πετροχωρίου εναντίον του Αλβανού Τσέλιο Πίτζαρη και ακολούθησε τον Δημήτριο… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
λειχομύλη — λειχομύλη, ἡ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, δηλαδή που τρώγει το αλεύρι τών μύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ τού λείχω + μύλος] … Dictionary of Greek
μυλακρίς — και μυλαβρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους 2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» μυλόπετρα, μυλίτης λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αμπελ ίς, μηλ ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς … Dictionary of Greek
μυληθρίς — μυληθρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα θρίς (πρβλ. μυλωθρίς)] … Dictionary of Greek
μύλοικος — μύλοικος, ὁ (Α) είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] … Dictionary of Greek